κυανῆς

κυανῆς
κυάνεος
made of
fem gen sg (attic epic)
κυανέω
to be dark in colour
pres ind act 2nd sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Κυάνης — Κυάνη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυάνης — κύανος dark blue enamel fem gen sg (attic epic ionic) κυανέω to be dark in colour imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιώδιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ι· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλογόνων, και έχει ατομικό αριθμό 53, ατομική μάζα 126,9 και ένα σταθερό ισότοπο 127Ι. Είναι αρκετά διαδεδομένο στη φύση με τη μορφή …   Dictionary of Greek

  • Άλπεις — Οροσειρά της Ευρώπης, που αποτελεί το πιο ψηλό μορφολογικό χαρακτηριστικό της κεντρικής και νότιας Ευρώπης. Οι Ά. καλύπτουν επιφάνεια περίπου 260.000 τ. χλμ., στα εδάφη της Ελβετίας, της Αυστρίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Προβηγκία — (Provence). Ιστορική περιοχή της νοτιοανατολικής Γαλλίας και αρχαία επαρχία του βασιλείου πριν από τη Γαλλική επανάσταση. Σήμερα διαιρείται στους νομούς Μπους ντι Ρον, Βαρ, Άλπεων της Άνω Π., Παραθαλάσσιων Άλπεων και περιλαμβάνει μεγάλο τμήμα του …   Dictionary of Greek

  • καρβαζόλιο — Ετεροκυκλική ένωση του τύπου (C6H4)2NH, η οποία συνοδεύει το ανθρακένιο στο ακάθαρτο προϊόν που λαμβάνεται από τη λιθανθρακόπισσα. Είναι άχρωμη κρυσταλλική ουσία, αδιάλυτη στο νερό και διαλυτή στους οργανικούς διαλύτες, με σημείο τήξης 245 247°C… …   Dictionary of Greek

  • λουλάκι — Βλ. λ. ινδικό. * * * το (AM λουλάκιον, Μ και λουλάκιν) ονομασία, κοινή σήμερα, τής κυανής χρωστικής ινδικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. līlak] …   Dictionary of Greek

  • μάντον — (Menton). Πόλη (28.812 κάτ. το 1999) της Γαλλίας στον νομό των Παραθαλάσσιων Άλπεων (Alpes Maritimes). Βρίσκεται κοντά στα γαλλοϊταλικά σύνορα, σε απόσταση 11 χλμ. από το ιταλικό θέρετρο Βεντιμίλια. Πρόκειται για διεθνές τουριστικό κέντρο με ήπιο …   Dictionary of Greek

  • Βιγκό, Ζαν — (Jean Vigo, Παρίσι 1905 – 1934). Γάλλος σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Γιος του διάσημου αναρχικού Μιγκουέλ Αλμερέιδα (ο ίδιος υιοθέτησε το ψευδώνυμο του πατέρα του), επηρεάστηκε από τα τραγικά περιστατικά της παιδικής ηλικίας του –o πατέρας του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”